- ξυστῷ
- ξυστόνshavedneut dat sgξυστός 1shavedmasc/fem/neut dat sgξυστός 2walking-placemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ξυστῷ — Ξυστός shaved masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῶι — ξυστῷ , ξυστόν shaved neut dat sg ξυστῷ , ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat sg ξυστῷ , ξυστός 2 walking place masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξυστῶι — Ξυστῷ , Ξυστός shaved masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησιώ — κνησιῶ, άω (Α) θέλω να ξυστώ, αισθάνομαι φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆσις. Λειτουργεί ως εφετικό τού κνῶ] … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek